καθαγητήρ

καθαγητήρ
καθαγητήρ, ὁ (Α)
(δωρ. τ. αντί καθηγητήρ) αρχηγός, ηγέτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθηγητήρ — καθηγητήρ, ῆρος, θηλ. καθηγήτειρα, δωρ. τ. καθαγητήρ (Α) [καθηγούμαι] 1. οδηγός 2. διδάσκαλος, καθηγητής 3. ηγούμενος μοναστηριού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”